πολύρροθος

πολύρροθος
-ον, Α
1. πολυρρόθιος*
2. (ιδίως για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από πολλά στόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ῥόθος «θόρυβος» (πρβλ. ταχύ-ρροθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυρρόθοις — πολύρροθος of many voices masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυρρόθους — πολύρροθος of many voices masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύρροθος — βαθύρροθος, ον (Μ) εκείνος που ηχεί βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ροθος < ρόθος «κρότος, θόρυβος» (πρβλ. αλίρροθος, πολύρροθος, ταχύρροθος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • πολυρρόθιος — ον, Α [πολύρροθος] 1. (για τη θάλασσα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολύβουος* 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πλήττεται από τα κύματα τής δυστυχίας («ἐποικτίρασα πολυρροθίους ανθρώπους», Άρατ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”